φωταγωγώ

φωταγωγώ
φωταγωγῶ, -έω, ΝΜΑ [φωταγωγός]
φωτίζω με άπλετο φως, καταυγάζω
μσν.-αρχ.
εκκλ. μτφ. παρέχω ψυχικό και πνευματικό φωτισμό («σταυρὸς ἀναλάμψας ἐφωταγώγησε», Αθανάσ.)
αρχ.
(για αστέρα) οδηγώ κάποιον με εκπομπή φωτός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φωταγωγώ — φωταγωγώ, φωταγώγησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • φωταγωγώ — φωταγώγησα, φωταγωγήθηκα, φωταγωγημένος, μτβ., φωτίζω με πολλά φώτα, καταφωτίζω, καταυγάζω: Το βράδυ φωταγωγήθηκε το κάστρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φωταγωγῷ — φωταγωγός magical process of drawing down supernatural illumination masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωταγώγηση — η, Ν η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φωταγωγώ, φωτισμός με πολλά φώτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωταγωγώ. Η λ., στον λόγιο τ. φωταγώγησις, μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολη …   Dictionary of Greek

  • φωταγωγητός — όν, Μ [φωταγωγῶ] γεμάτος φως, ολόφωτος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”